Σπύρος Μπέσκος: Ο «δράκος της παραλιακής» – Ο δολοφόνος φυσιοθεραπευτής που έγινε επεισόδιο στην ανατομία ενός εγκλήματος

Ο Δράκος, αν και καταδικάστηκε σε δις ισόβια και 340 χρόνια φυλάκισης είναι πλέον ελεύθερος και απολαμβάνει μια κανονική ζωή όπως όλοι μας.

Η ιστορία του Δράκου

O Mπέσκσος γεννήθηκε το 1946 στην Κυπαρισσία και στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 θα βρεθεί στην Αθήνα, μαζί με τα δύο αδέρφια του και τους γονείς του. Θα φοιτήσει στη σχολή ‘Βασιλεύς Παύλος’ του Λαϊκού Νοσοκομείου -την πρώτη σχολή φυσιοθεραπείας στην Ελλάδα- και στη συνέχεια θα αρχίσει να εργάζεται. Το 1971 θα παντρευτεί μία συνάδελφό του και μαζί θα αποκτήσουν ένα κοριτσάκι, για το οποίο θα γραφτεί, ότι δεν θέλει να έχει καμιά σχέση πια μαζί του. Το 1980 θα ανοίξει το δικό του φυσιοθεραπευτήριο στον Νέο Κόσμο. Την ίδια χρονιά θα πάψει να ζει ως ένας απλός νομοταγής πολίτης και θα διαπράξει το πρώτο του έγκλημα -σχεδόν ασήμαντο μπροστά σε αυτά που θα ακολουθούσαν. Θα διαρρήξει ένα εξοχικό σπίτι στο Άργος και θα το αδειάσει απ’ τις ηλεκτρικές συσκευές του. Λίγους μήνες αργότερα θα κλέψει και ένα κυνηγετικό όπλο μέσα από ένα αυτοκίνητο στα Καλάβρυτα.

Η γυναίκα είχε βρεθεί νεκρή με ένα κουκουνάρι σφηνωμένο στο στόμα της στις 21 Σεπτεμβρίου του 1981. Ο τότε 37χρονος φυσιοθεραπευτής είχε πλησιάσει μία 19χρονη εκδιδόμενη γυναίκα πίσω απ’ τα ‘ΔΕΙΛΙΝΑ’, το θρυλικό κέντρο της παραλιακής. Θα μιλήσουν για λίγο, θα τα βρουν στα λεφτά και θα φύγουν με το μπλε Autobianchi του πρώτου για μια ερημική τοποθεσία, προκειμένου να ολοκληρώσουν τη συμφωνία τους. Εκεί η Χρυσάνθη Μπατζίκα θα αιφνιδιαστεί και κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης, θα βρεθεί με ένα σχοινί γύρω απ’ τον λαιμό της, και με ένα λευκοπλάστ κολλημένο στο στόμα της. Θα καταφέρει να απαλλαγεί απ’ αυτό και θα αρχίσει να καλεί σε βοήθεια. Τρομαγμένος ο Μπέσκος θα της φράξει με ένα κουκουνάρι το στόμα, προκαλώντας της ασφυξία. Την επόμενη ημέρα ένας κηπουρός θα ανακαλύψει έκπληκτος το πτώμα της και θα καλέσει την αστυνομία.

Ο Μπέσκος στο μεσοδιάστημα μαζί με το επάγγελμά του είχε πλούσια δράση με βιασμούς και απαγωγές γυναικών.

Στις 27 Ιουνίου του 1983 που θα πράξει το δεύτερο έγκλημά του μεταφέρει με το αυτοκίνητό του την 20χρονη Χαρίκλεια Κολιοπούλου, την οποία θα τη βρει στην άκρη ενός δρόμου στο Καλαμάκι να κάνει ωτοστόπ.

Ο Μπέσκος θα μεταφέρει την άτυχη Χαρίκλεια σε ένα άδειο χώρο εκεί κοντά, θα τη γδύσει και θα προσπαθήσει να την αναισθητοποιήσει χρησιμοποιώντας τις τεχνικές που γνώριζε ως φυσιοθεραπευτής. Όταν θα δει ότι δεν τα καταφέρνει θα φράξει το στόμα της με το σουτιέν της, προκαλώντας της ασφυξία. Θα προλάβει να τη βιάσει πριν πεθάνει μαρτυρικά στα χέρια του. Θα την πάρει απ’ το σημείο και θα την πετάξει σε μία παρατημένη αλάνα. Όταν θα βρεθεί το πτώμα της θα λείπουν η ζακέτα της και η μία της μπότα. Είχαν μείνει στο αυτοκίνητό του και εκείνος θα αναγκαζόταν να τα κρατήσει κρυμμένα, μέχρι και τη μέρα που θα υποδείκνυε νικημένος στην αστυνομία που βρίσκονταν.

Οι βιασμοί και τα ειδεχθή εγκλήματα του Δρακου

Στις 4 Οκτωβρίου του 1981, σε δρόμο της Γλυφάδας θα συναντήσει μία 32χρονη γυναίκα λίγο μετά τα μεσάνυχτα, πάλι με το μπλε Autobianchi με το οποίο ο Μπέσκος έκανε της μετακινήσεις του. Θα προσποιηθεί ότι ψάχνει αναπτήρα και τη στιγμή που εκείνη θα ανοίξει την τσάντα της, θα της σφίξει τον λαιμό με ένα σχοινί, κάνοντάς τη να χάσει τις αισθήσεις της. Αμέσως θα τη μεταφέρει σε διπλανό οικόπεδο και θα τη βιάσει. Όταν η γυναίκα θα ξυπνήσει, εκείνος θα έχει εξαφανιστεί.

Την ίδια περίοδο, θα επιτεθεί σε μία άγνωστη στη Μαρίνα της Ζέας, με παρόμοιο τρόπο, μόνο που εδώ αντί για σχοινί θα χρησιμοποιήσει μία δερμάτινη ζώνη. Η γυναίκα θα αντισταθεί κι εκείνος θα προβεί σε φυγή. Κατά την ανάκρισή του, θα πει στους αστυνομικούς ότι δεν θυμάται την ακριβή ημερομηνία που έλαβε χώρα αυτό το περιστατικό.

Στις 25 Απριλίου 1982, πάλι στη Γλυφάδα, αυτή τη φορά θα κρυφτεί και όταν δει ένα τυχαίο υποψήφιο θύμα να περνάει, θα του ορμήξει. Θα δέσει το λαιμό της με τη ζώνη του παντελονιού του, θα τη βιάσει και θα την εγκαταλείψει μισοαναίσθητη. Εκείνη ευτυχώς θα καταφέρει να βγει ζωντανή.

Στις 19 Ιουλίου του 1982 θα αρπάξει μια άγνωστη γυναίκα από ερημικό δρόμο του Αμαρουσίου και με τη βία θα τη σύρει μέχρι το αυτοκίνητό του. Θα προσπαθήσει να τη στραγγαλίσει αλλά εκείνη θα καταφέρει να του ξεφύγει. Είχε χρησιμοποιήσει πάλι τη ζώνη του παντελονιού του.

Αυτή τη φορά στις 15 Αυγούστου 1982, το θύμα του θα είναι πάλι ιερόδουλη. Θα την πληρώσει μέσα στο αυτοκίνητό του και θα της πει να πάνε στη Βούλα. Κάποια στιγμή θα της σφίξει το λαιμό με ένα κορδόνι, θα τη βιάσει και θα την αφήσει σε κάτι χωράφια, πιστεύοντας ότι την έχει σκοτώσει. Ευτυχώς εκείνη θα ζήσει.

Στις 14 Μαΐου 1983 μία 16χρονη κοπέλα παραλίγο να πέσει θύμα του στο Μπραχάμι, όταν της επιτέθηκε, της έκλεισε το στόμα και της έδεσε πισθάγκωνα τα χέρια. Τη στιγμή που την έγδυνε και προσπαθούσε να τη βιάσει, φοβήθηκε απ’ τις φωνές της και τράπηκε σε φυγή.

Στις 21 Μαΐου 1983, επτά ημέρες μετά, στη Βουλιαγμένη αυτή τη φορά, θα προσποιηθεί σε μία 18χρονη ότι θέλει να τη ρωτήσει κάτι και όταν εκείνη θα ανταποκριθεί, θα της δέσει με σχοινί το λαιμό, θα την τραβήξει, θα της σκίσει τα ρούχα και θα προσπαθήσει να τη βιάσει. Και πάλι οι φωνές της κοπέλας θα του χαλάσουν τα σχέδια. Οι γείτονες θα ακούσουν τη φασαρία, θα βγουν για να βοηθήσουν και εκείνος θα το σκάσει προς άγνωστη κατεύθυνση.

Στις 11 Ιουνίου 1983 θα βιάσει και αφήσει αναίσθητη μία ιερόδουλη στο Καλαμάκι. Όταν στην προανάκριση εκείνη θα τον αναγνωρίσει, εκείνος θα της πει γεμάτος έκπληξη “έζησες εσύ;”. Ένα μήνα μετά θα κλείσει με το αυτοκίνητό του το μηχανάκι πάνω στο οποίο επέβαινε μία άγνωστη γυναίκα. Εκείνη θα αναγκαστεί να κατέβει, αυτός θα τη χτυπήσει άσχημα, θα της δέσει με ένα φουλάρι τον λαιμό και θα την κάνει να χάσει τις αισθήσεις της. Θα τη βιάσει και θα την εγκαταλείψει.

Θα ακολουθήσουν ακόμη τέσσερις βιασμοί γυναικών, οι οποίοι όλοι θα γίνουν με πανομοιότυπο τρόπο. Θα τις αρπάξει, θα τους σφίξει τον λαιμό με ένα σχοινί ή μία λωρίδα και αφού εκείνες χάσουν τις αισθήσεις τους θα τις βιάσει. Μάλιστα, το τελευταίο του θύμα, θα μείνει κι έγκυος απ’ την πράξη του.

Αυτός ο τρόπος δράσης σύντομα θα γίνει αντιληπτός απ’ την αστυνομία η οποία θα αρχίσει να καταστρώνει σχέδια για τη σύλληψή του.

Σπύρος Μπέσκος: Η σύλληψη του

Το φθινόπωρο του 1983 η αστυνομία θα βγάλει σε περιπολία γυναίκες αστυνομικούς μεταμφιεσμένες σε ιερόδουλες, σε γνωστές πιάτσες της Αττικής, περιμένοντας τον βιαστή της παραλία’ να τσιμπήσει. Την Παρασκευή 7 Οκτωβρίου στη Νέα Ερυθραία, ο Μπέσκος θα την πατήσει και θα μιλήσει στην αστυνομικό Τζένη Ταμπάκη. Η Ταμπάκη θα του χαμογελάσει, ακολουθώντας τις εντολές που είχε όντας φιλική.

“Όταν εκείνος πλησίασε εγώ του χαμογέλασα”, θα πει αργότερα. “Έφυγε, έκανε μια στροφή και ξαναγύρισε, ενώ εγώ είχα πάρει τον αριθμό κυκλοφορίας και τον έδωσα αμέσως στο κέντρο. Μόλις με πλησιάζει για δεύτερη φορά, επεμβαίνουν οι συνάδελφοι”.
Τη στιγμή που εκείνος θα προσπαθήσει να την πείσει να τον ακολουθήσει, αστυνομικοί που κρύβονταν στο σημείο θα πεταχτούν για να τον συλλάβουν άλλα εκείνος θα καταφέρει να μπει στο αυτοκίνητό του και να γκαζώσει. Θα τον κυνηγήσουν και τελικά θα τον συλλάβουν στην Κηφισίας, στη στάση ‘Τροχονόμος’.. Θα τον οδηγήσουν στην Ασφάλεια Περισσού. Δυο μέρες αργότερα θα παραδεχτεί ότι εκείνος είναι ο βιαστής και δολοφόνος που αναζητούσαν. Δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Τον έχουν πλέον αναγνωρίσει όλα τα θύματά του. Τελευταίο θύμα που τον αναγνώρισε ήταν η 20χρονη κοπέλα που είχε βιάσει και αφήσει έγκυο στην Εκάλη- προφανώς και είχε διακόψει την κύησή της.

“Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο άντρας μου είναι ο δράκος”, θα δηλώσει η σύζυγός του. “Είμαστε μαζί 15 χρόνια και όπως αντιλαμβάνεστε τον ξέρω πολύ καλά. Δεν κοίταζε τίποτα άλλο εκτός από μένα και το νεογέννητο παιδάκι μας, στο οποίο είχε μεγάλη αδυναμία”.

“Το παιδί μου δεν μπορεί να είναι ο δολοφόνος”, θα πει στην αρχή και ο πατέρας του. “Σίγουρα τον πίεσαν και ομολόγησε. Ο Σπύρος είναι ανίκανος να σκοτώσει”.

“Δεν έχω να πω τίποτα”. Αυτό ήταν το μόνο που ψέλλισε ο Μπέσκος

Λόγω της φύσης των εγκλημάτων του, της πουριτανικής Ελλάδας και του κοινωνικού στίγματος, μόνο τρία απ’ τα επιζήσαντα θύματά του εμφανίστηκαν στο δικαστήριο, καθώς και ο πατέρας μίας απ’ της κοπέλας που δολοφονήθηκε. Ο δικαστής αναγκάστηκε να φέρει με το ζόρι κάποια απ’ τα θύματα στην αίθουσα, ενώ απ’ τις ιερόδουλες διαβάστηκαν μόνο οι καταθέσεις τους. Δεν εμφανίστηκε καμία.

Θα καταδικαστεί σε δις ισόβια και 340 χρόνια φυλάκισης, με τους ψυχίατρους που τον εξέτασαν να είναι κατηγορηματικοί: “δεν πάσχει από καμία ψυχική νόσο”.

Θα μεταφερθεί στις φυλακές της Πάτρας, της Κέρκυρας και από τις αρχές του ‘90 θα βρίσκεται στις φυλακές του Κορυδαλλού. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους που καταδικάζονται για σεξουαλικά εγκλήματα, εκείνος δεν θα τύχει κακομεταχείρισης απ’ τους συγκρατούμενούς του. Το αντίθετο. Οι γνώσεις του ως φυσιοθεραπευτή θα τον κάνουν περιζήτητο, όχι μόνο ανάμεσα στους υπόλοιπους φυλακισμένους, αλλά και στους δεσμοφύλακες. Μέσα σε μια μικρή αποθήκη, έναν ειδικό χώρο που θα διαμορφωθεί μόνο για εκείνον θα δέχεται τους “πελάτες’ του, για να τους ανακουφίσει, ασκώντας ουσιαστικά το επάγγελμά του. Διαβάζει πολύ, ζωγραφίζει, είναι ήσυχος και δεν προκαλεί κανένα πρόβλημα.

Αρχίζει να παίρνει άδειες και το 1999 θα του χορηγηθεί άδεια ημιελεύθερης διαβίωσης. Θα νοικιάσει χώρο στην Ηλιούπολη και θα εργάζεται ως φυσιοθεραπευτής. Θα είναι ο πρώτος βαρυποινίτης στην ιστορία της χώρας, που θα του έχει χορηγηθεί αυτό το πλεονέκτημα. Κάθε πρωί, από Δευτέρα έως Παρασκευή, θα φεύγει από τη φυλακή, όπου θα επιστρέφει στις 19.30 το απόγευμα. Προκειμένου να πάρει άδεια από την Εφορία για την επαγγελματική του έδρα, δήλωσε ως τόπο μόνιμης κατοικίας τις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού.

Στις 2 Αυγούστου του 2008 το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς θα κάνει δεκτή την αίτησή του και θα αποφυλακιστεί μετά από 25 χρόνια. Θα συνεχίσει να ζει και να εργάζεται στην Ηλιούπολη, θα παντρευτεί ξανά -η πρώτη του γυναίκα τον χώρισε όσο ήταν μέσα.

Το 1992, στο επεισόδιο ‘Ένας ήσυχος άνθρωπος’ της ‘Ανατομίας ενός εγκλήματος’ θα τον υποδυθεί ο Άκης Σακελλαρίου, φέροντας την υπόθεσή του στη μικρή οθόνη.

Βίντεο δείχνει μωρό που γεννήθηκε χωρίς να σπάσει ο αμνιακός σάκος

Καθηλώνει ο Σπύρος Παπαδόπουλος: «Έμαθα ότι πέθανε από το ραδιόφωνο, οδηγούσα εκείνη την ώρα»